ομοτονώ

ομοτονώ
ὁμοτονῶ, -έω (Α) [ομότονος]
1. έχω την ίδια ένταση
2. έχω τον ίδιο μουσικό τόνο με κάποιον
3. γραμμ. έχω τον ίδιο τονισμό («ὁμοτονεῑ τοῑς βαρυτόνοις τὰ βαρύτονα», Αμμών.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”